- καυματώδεα
- καυματώδηςburningneut nom/voc/acc pl (epic ionic)καυματώδηςburningmasc/fem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καυματώδης — καυματώδης, ῶδες (ΑΜ) [καύμα] αυτός που καίει πολύ («θέρος οὐ λίην καυματῶδες ἐγένετο», Ιπποκρ.) αρχ. πυρετώδης («καυματώδεα ῥίγεα») … Dictionary of Greek